ψαμμιαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει το μέγεθος κόκκου τής άμμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. κεραμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
ψαμμιαίου — ψαμμιαῖος of the size of a grain of sand masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)